Αφού είναι όλοι περιστέρες και παρθένες, θα την πω εγώ την αμαρτία μου. Έχω γελάσει με τον Βασίλη Λεβέντη. Έχω περάσει κάτι βράδια αξέχαστα μπροστά στη μικρή οθόνη κι έχω ξεκαρδιστεί. Ιδίως εκεί που έχανε εντελώς την ψυχραιμία του και άρχιζε τα «βόδια», τα «ζώα» και τους «καρκίνους». Το γράφω και το παραδέχομαι και ελαφρυντικά δεν ζητώ. Είναι μερικές φορές που παίρνει η καφρίλα το πάνω χέρι και τα αγοράκια μετατρέπονται σε τετράποδα…
Αλλά επειδή δεν
είμαι εντελώς μπούφος, κάποια στιγμή άρχισα να αλλάζω γνώμη για το ποιόν του ανδρός. Εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ώρα που τον κάλεσε στην εκπομπή του ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, αστήρ τότε τον πολιτικών talk shows, και προσπάθησε να τον κάνει ρόμπα. Πουλώντας πνεύμα, παραγγέλνοντας πίτσες (παράπλευρη απώλεια των εκπομπών του Λεβέντη), δίνοντας ρεσιτάλ εξυπνακισμού. Κι ο Λεβέντης ατάραχος, να τον αντιμετωπίζει με ψυχραιμία ολύμπια και ελαφρά πλην ατσάλινη ειρωνεία.
Ήταν απ’ αυτές τις καταστάσεις που οι Εγγλέζοι ονομάζουν make or break. Το δεύτερο το εισέπραξε ο Πάνος Παναγιωτόπουλος, η τηλεοπτική καριέρα του οποίου δεν ξανασήκωσε κεφάλι. Βρήκε βέβαια διέξοδο (και έτοιμη πελατεία…) στην πολιτική, δεν είναι όμως της παρούσης η πορεία του ανά τα έδρανα και τα υπουργεία. Όσο για το make, κατακυρώθηκε στον Βασίλη Λεβέντη που μας έδειξε, εκεί μπροστά στο πανελλήνιο ακροατήριο, όταν έκαιγε το σίδερο κι έβραζε το νερό, ότι δεν ήταν ένας βλάκας, ένα γίδι, ένα ούφατο, αλλά ένας άνθρωπος όπως όλοι μας. Ένας άνθρωπος με όνειρα, με ζόρια, με αγωνίες, που καμιά φορά παραδιδόταν στους εσωτερικούς του δαίμονες. Κι όποιος δεν το έχει κάνει ποτέ, ποτέ των ποτών, να σηκώσει πρώτος το χέρι και να πάει να μάθει τι έλεγε ο Ιησούς για τον αναμάρτητο.
Έκτοτε πέρασαν τα χρόνια, γίναμε όλοι λίγο μεγαλύτεροι, λίγο σοφότεροι και λίγο πιο ταλαίπωροι. Και πριν από μερικές μέρες βρεθήκαμε μπροστά στις κάλπες για να αποφασίσουμε για το μέλλον της Ελλάδας. Κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, έχασε ο Σαμαράς, μπήκε στη Βουλή το Ποτάμι, βγήκε απ’ τη Βουλή ο Παπανδρέου κ.λπ., κ.λπ. Και κατέγραψε μια μικρή, αλλά διόλου ασήμαντη νίκη ο Βασίλης Λεβέντης. Το κόμμα του, η Ένωση Κεντρώων, εκτοξεύτηκε από τις 17.145 ψήφους στις εκλογές του 2012 στις 110.827 ψήφους τον περασμένο Ιανουάριο. Στην πρώτη περιφέρεια Θεσσαλονίκης μόνο, ξεπέρασε τις ψήφους του 2012: 17.735 παρακαλώ και ψηλά το μέτωπο!
Απρόσμενο αποτέλεσμα αναμφιβόλως, όχι όμως και ανεξήγητο. Οι εκλογές του Ιανουαρίου ήταν οι εκλογές της διαμαρτυρίας κι αυτή τη διαμαρτυρία κάποιος έπρεπε να την εισπράξει. Πήρε ο Αλέξης, πήρε ο Σταύρος, πήρε κι ο Βασίλης. Αυτό τέλος πάντων το 1,79 % που έλαβε, το κάτω από το όριο εισόδου στη Βουλή, αλλά δείξτε μου εσείς εμένα ένα κόμμα που δεν θα λιγουρευόταν το συγκεκριμένο ποσοστό και θα δείξω κι εγώ ένα μάτσο ψεύτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε αυτοδυναμία με επιπλέον 1,79 %, το Ποτάμι θα αναδεικνυόταν σε τρίτη δύναμη (νορμάλ, όχι απλώς του δημοκρατικού τόξου») και το ΚΙΔΗΣΟ θα έμπαινε με τα τσαρούχια στο κοινοβούλιο. Άρα, δεν ήταν και τόσο μικρή η επιτυχία του Λεβέντη.
Κι ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία είναι ο τρόπος που τη διαχειρίζεται. Διάβαζα χθες τη συνέντευξή του στο «BHMAgazino» και στον συνάδελφο Αντώνη Ντινιακό και τον χαιρόμουνα τον πρόεδρο. Ούτε θριαμβολογίες, ούτε μεγαλοστομίες, ούτε μαγκιές. Κύριος, άρχοντας, άνετος με το σουξέ (εντάξει, με το σχετικό σουξέ) και χαλαρός με τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ούτε να δείχνει με το δάχτυλο, ούτε να κεραυνοβολεί, ούτε να βγάζει φίδια το στόμα του. ΟΚ, εμφάνισε μια σχετική πικρία για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τα media, αλλά πιο κοντά στο δίκιο ήταν παρά στο άδικο. Και επανέλαβε και πέντε αλήθειες από εκείνες που λέει συχνά πυκνά. «Πέντε εκτιμήσεις» όπως διευκρινίζει ο ίδιος, σπεύδοντας να σημειώσει ότι δεν είναι καθόλου, μα καθόλου προφήτης. Γιατί όποιος καεί στο χυλό…