Στρατιωτική Μουσική. Από το 1825 έως σήμερα η Στρατιωτική Μουσική συνεχίζει να προσφέρει στον ΕΣ με το ίδιο σθένος και κάθε χρόνο να κάνει θαυμαστά πράγματα.
Οι περισσότεροι βλέπουν την ΣΜ μόνο σε παρελάσεις.
Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου έτσι! Η ΣΜ βρίσκεται παντού! Σε παρελάσεις, ορκωμοσίες, συναυλίες, ....
προσφορά στο εξωτερικό, καθημερινά ταξίδια για να καλύψουν τις ανάγκες όπου χρειάζεται.
Η ΣΜ εκτός από τη μπάντα διαθέτει και ορχήστρες που διασκεδάζουν στελέχη και στρατιώτες στις Λέσχες και στα στρατόπεδα σε γιορτές και βραδιές οπλίτη.
Δουλεύουν υπερωριακά χωρίς να νοιάζονται γιαυτό αλλά δηλώνουν πιστοί στην πατρίδα και στο καθήκον.
Πάνε για βολές και σε ασκήσεις και για αυτούς τα όπλα είναι δυο: το μουσικό όργανο και το όπλο.
Σήμερα η Στρατιωτικές Μουσικές μπάντες σε όλη την Ελλάδα αποτελούνται από έμπειρους επαγγελματίες πτυχιούχους ωδείων και μας κάνουν περήφανους σε κάθε εμφάνιση τους γιατί από τα πρώτα χρόνια που εμφανίστηκε η πρώτη μπάντα μέχρι σήμερα εμψυχώνουν με τα εμβατήριά τους όχι μόνο το στρατιωτικό προσωπικό αλλά και τους απλούς πολίτες!!!
Ιστορικά στοιχεία
Μετά την Άλωση της Πόλης (1453), ταλαντούχοι Έλληνες μουσικοί, που προέρχονταν από τις Στρατιωτικές μουσικές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις βιαιότητες των κατακτητών και την υποτέλεια σε λαό κατώτερο πνευματικά, κατάφυγαν στα βουνά. Μ’ αυτό τον τρόπο μπήκε η βάση για να δημιουργηθούν τα διάφορα θούρια – τραγούδια των αρματολών και κλεφτών, με τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, τα «δημοτικά» όπως μέχρι σήμερα ονομάζουμε. Σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια και στα άλλα που ακολούθησαν, στα ελληνικά βουνά αντηχούσε το τραγούδι του «κλέφτη», τραγούδι του οποίου τους στίχους του ανώνυμου δημιουργού και το «σκοπό» του άγνωστου συνθέτη εύρισκε λύτρωση, αναπαμό και ελπίδα ο κατατρεγμένος κλέφτης και αρματολός.
Οι μουσικοί αυτοί, με τον τρόπο που μόνο μουσικοί γνωρίζουν, παρά τις δυσκολίες των καιρών δίδαξαν στους νεότερους και μεταλαμπάδευσαν ότι γνώριζαν για την «τέχνη» τους στους νεότερους και μαζί με τους ανθρώπους της θρησκείας και των γραμμάτων συνέβαλαν ώστε να διατηρηθεί άσβεστη στη ψυχή όλων, η φλόγα για την πίστη του Χριστού την Πατρίδα και την Ελευθερία.
Το γραπτό στοιχείο το οποίο έχουμε για την Στρατιωτική Μουσική Στρατού Ξηράς, είναι η μαρτυρία του Χρήστου Βυζαντίου Συνταγματάρχη και φαλαγγάρχη Αθηνών, ο οποίος στο βιβλίο του «Ο Τακτικός Στρατός από το 1821 μέχρι το 1833», που εκδόθηκε το 1837, κατά την παράδοση του τακτικού Σώματος στον Φιλέλληνα Γάλλο Σχη Κάρολο Φαβιέρο από τον Σχη Ροδίου το 1825, αναφέρει ότι «Υπήρχεν εν Ναυπλίω και Στρατιωτική Μουσική, διευθυνομένη υπό του Γερμανού Μάγγελ και αυτή ηυξήθη και ετακτοποιήθη , λαβούσα τα αναγκαιούντα όργανα».
Μετά την επανάσταση λοιπόν, του 1821 συγκροτήθηκε στις τάξεις του νεοσύστατου Στρατού, το 1824, από τον Γάλλο Συνταγματάρχη Κάρολο Φαβιέρο, η ΠΡΩΤΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΜΠΑΝΤΑ στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα της Ελλάδος.
Πρώτος Αρχιμουσικός της υπήρξε ο Ανθλγός Ernest von Mangel, Γερμανός στην καταγωγή από την Βυρτεμβέργη της Βαυαρίας. Αργότερα βαπτίστηκε Μιχαήλ. Είχε τον τίτλο του Βαρόνου και είχε τιμηθεί με τρία μετάλλια – παράσημα: Αγώνος, Ανδρείας και Σωτήρος. Είχε έρθει στη Ελλάδα το 1822 πριν τον Σχη Κάρολο Φαβιέρο και υπηρέτησε στο γαλλικό στρατό ως Λοχαγός. Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Ακροπόλεως, στη Μάχη των Δερβενακίων, στην πολιορκία του Ναυπλίου καθώς και στις επιχειρήσεις Καρύστου και Χίου.
Το μουσικό αυτό σύνολο εκείνη την εποχή ονομαζόταν «Μουσικός Θίασος» και ακολουθούσε τον Τακτικό Στρατό σε όλες τις εκστρατείες και μάχες.
Το 1825 ο Φαβιέρος αναχώρησε για την Αθήνα και πήρε και την μουσική μαζί του. Έτσι συγκροτήθηκε η Στρκή Μουσική Αθηνών.
Το 1828 με την άφιξη του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο πρωτεύουσα τότε της επαναστατημένης Ελλάδος. Εδώ ανασυντάχθηκε και ενισχύθηκε.
Το 1833, μετά την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, φθάνει και εγκαθίσταται στο Ναύπλιο ο Βασιλεύς της Ελλάδος Όθων, συνοδευόμενος από δύο τάγματα στρατού και Στρατιωτική Μουσική.
Το 1834 σε αντικατάσταση των παραπάνω ταγμάτων έρχεται και εγκαθίσταται στο Ναύπλιο Τάγμα Εθελοντών Βαυαρών με την μουσική τους και Αρχιμουσικό το Κάρολο Κέλλερ.
Εν τω μεταξύ η υπό τον Μάγγελ μουσική, εγκαταστάθηκε στο Άργος. Τον Μάϊο του 1834, αποστρατεύθηκε και την διεύθυνση της μουσικής ανέλαβε ο Υπξκός Μράντσελ από τη Αυστρία.
Με την μεταφορά της πρωτεύουσας της Ελλάδος από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834, οι μουσικές του Ναυπλίου και του Άργους εγκαθίστανται στην νέα πρωτεύουσα. Αρχιμουσικός της μπάντας του Ναυπλίου ήταν ο Κ. Κέλλερ.
Το 1837 λόγω ελλείψεως μουσικών και του θανάτου του Κέλλερ, οι δύο μουσικές συγχωνεύονται, υπό την διεύθυνση του Ανθστή Αρχισαλπιγκτή Πυροβολικού Franz Seiler, ο οποίος μετατάχθηκε στη μουσική.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης Ελλάδος, το προσωπικό των Στρατιωτικών Μουσικών αποτελούσαν επί το πλείστον ξένοι, κυρίως Βαυαροί.
Για την επάνδρωση των μουσικών με Έλληνες μουσικούς ιδρύθηκε το 1843 ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ με το Βασιλικό Διάταγμα της 15ης Νοέμβρη 1843. Το ίδιο έτος επανέρχεται στις τάξεις του Στρατού ο Μάγγελ, στον οποίο ανατίθεται η Διεύθυνση του νεοσύστατος σχολείου. Το 1855 διαλύθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 28ης Νοέμβρη 1855.
Εν τω μεταξύ ο Μάγγελ προάχθηκε στο βαθμό του Υπλγού και ονομάζεται Επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών. Στην συνέχεια προάγεται στους βαθμούς του Λγού δευτέρας και πρώτης τάξεως Πεζικού και αποστρατεύθηκε με αίτηση του, αφού προάγεται σε Τχη Πεζικού το 1870.
Το 1854, οι μουσικές αυξάνονται σε τρεις, μία για κάθε μοίρα πεζικού.
Το 1856 γίνεται ειδική Στρατιωτική Μουσική Φρουράς Αθηνών, η οποία απετέλεσε το μοναδικό σοβαρό μουσικό συγκρότημα του Ελληνικού Κράτους. Κάθε μουσική εκδήλωση, ήταν αδύνατη χωρίς την συμμετοχή της. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν 10 μουσικές ταγμάτων Πεζικού, μία Πυροβολικού και μία Ιππικού, στην οποία οι μουσικοί παιάνιζαν έφιπποι.
Οι Αρχιμουσικοί των παραπάνω έφεραν τον βαθμό του Επχία, πλην του Αρχιμουσικού της Μουσικής Φρουράς Αθηνών, ο οποίος έφερε το βαθμό του Ανθστή. Το 1869 όλοι οι Αρχιμουσικοί έφεραν το βαθμό του Ανθστή.
Το 1877 δημιουργήθηκε θέση Επιθεωρητή Στρατιωτικών Μουσικών με βαθμό Ανθλγού την οποία καταλαμβάνει προαγόμενος ο Christian Welker, ο οποίος στη συνέχεια προάγεται στους βαθμούς του Υπλγού (1882), Λγού δευτέρας τάξεως (1886) και Λγού πρώτης τάξεως (1888) και αποστρατεύεται μετά από αίτηση του με το βαθμό του Τχη.
Το 1880 συγκροτήθηκε Ειδική Υπηρεσία Μουσικής και ρυθμίζεται ο τρόπος επιθεωρήσεων και το 1882 ο τρόπος κατατάξεως εθελοντών μουσικών με διετή υποχρέωση θητείας, δ’,γ’,β’ και α’ τάξεως καθώς και Αρχιμουσικού που τον έκρινε ειδική επιτροπή.
Η κατάταξη των μαθητευομένων, η οποία καθορίστηκε το 1861 εξακολουθεί να ισχύει. Ο αριθμός των μουσικών αυξομειώνεται ανάλογα με τις Μονάδες Στρατού μέχρι το 1893, όταν για λόγους οικονομίας καταργούνται όλες οι μουσικές και παραμένει μόνο η Μουσική Φρουράς Αθηνών, με αυξημένη την σύνθεση της. Είχε 2 Υπλγούς, 1 Ανθλγό, 1 Ανθστή, 60 Οπλίτες και 5 μαθητευομένους. Στους υπόλοιπους χορηγήθηκε αορίστου χρόνου άδεια.
Μετά από επτά χρόνια, το 1904, γίνεται επανασύσταση των Μουσικών και συγκροτούνται τρεις Μεραρχιακές Μουσικές εκτός από την ήδη υπάρχουσα Μουσική Φρουράς Αθηνών καθώς και Σχολείο Μουσικής. Τότε ρυθμίζονται με νόμο:
α. Η κατάληψη της θέσεως του Αρχιμουσικών Ανθστών, από τους μουσικούς α’ τάξεως κατόπιν διαγωνισμού.
β. Ο τρόπος εξετάσεως για προαγωγή των μουσικών.
γ. Ο τρόπος κατατάξεως α’,β’,γ’ και δ’ τάξεως και
δ. Ο τρόπος κατατάξεως μαθητών ηλικίας 16 έως 18 ετών για το Σχολείο Μουσικής.
Την θέση του Επιθεωρητή κατέχει ο Ιωσήφ Καίσσαρης, ο οποίος αποστρατεύεται το 1910 με τον βαθμό του Λγού και αντικαθίσταται από τον Φραγκίσκο Τούλη Ιταλό στην καταγωγή.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1914 δημιουργήθηκε η Γενική Επιθεώρηση Στρατιωτικών Μουσικών.
Τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 1918, αρχίζει μία νέα περίοδος για τις Στρατιωτικές Μουσικές. Με νόμο ιδρύεται Γενική Επιθεώρηση Στρατιωτικών Μουσικών με έδρα την Αθήνα και Επιθεώρηση Στρατιωτικών Μουσικών με έδρα την Θεσσαλονίκη. Οι επιθεωρητές έφεραν βαθμό Τχη και Λγού αντίστοιχα και προερχόταν από Διευθυντές Κρατικών Ωδείων ή καθηγητές ανώτερων θεωρητικών. Επίσης καθορίζονται τα καθήκοντα και αρμοδιότητες τους καθώς επίσης και η λειτουργία–διδασκαλία του Σχολείου Μουσικής.
Συγκροτούνται:
α. Στρατιωτικές ομάδες λαϊκών μουσικών
β. Πρότυπος Στρατιωτική Χορωδία
γ. Πρότυπος Στρατιωτική Ορχήστρα
Αυξάνονται οι Στρατιωτικές Μουσικές σε 9, με σύνθεση:
76 άτομα η Μουσική Φρουράς Αθηνών
50 άτομα η Μουσική Θεσσαλονίκης
42 άτομα οι Μουσικές των Σωμάτων
37 άτομα οι Μουσικές των Μεραρχιών και ορίζεται ότι, σε περίπτωση συγκρότησης νέας Μουσικής, θα κατατάσσονται μουσικοί, ανάλογα της σύνθεση της Μονάδος.
Από το 1917 έως το 1937 Γενικός Επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών, αναλαμβάνει ο διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας Εθνικός συνθέτης της Ελλάδος και αργότερα μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Μαέστρος Μανώλης Καλομοίρης. Την θέση του Επιθεωρητή Θεσσαλονίκης, καταλαμβάνει ο Αλέξανδρος Καζαντζής (διευθυντής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης και καθηγητής βιολιού) έως το 1929 που αποστρατεύεται και καταργείται η θέση.
Το 1919 έως το 1922 τμήμα Στρατιωτικής Μουσικής πήρε μέρος στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας, ακολουθώντας το Στρατηγείο του Α’ Σώμα Στρατού στις εκεί επιχειρήσεις.
Το 1939 καθορίζεται στον Οργανισμό του Στρατού Ξηράς, η Στρατιωτική Μουσική σαν Μουσικό Σώμα. Με αυτή τη μορφή βρίσκει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τις Μουσικές.
Με την επιστράτευση της 28ης Οκτωβτίου 1940, συγκροτούνται μουσικές για όλες τις Μεραρχίες που έλαβαν μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου πολλοί μουσικοί έφυγαν για τη Μέση Ανατολή, όπου και συγκρότησαν την Μουσική του Εκστρατευτικού Σώματος, υπό του Υπλγού (ΜΣ) Αριστείδη Καρδαμίτση.
Επί κατοχής συγκροτείται στην Αθήνα η Μουσική Φρουράς Αγνώστου Στρατιώτη.
Το 1945 συγκροτούνται 3 Μουσικές και στη συνέχεια 1 για κάθε Σώμα Στρατού και Μεραρχία και διαλύεται η Μουσική Φρουράς Αγνώστου Στρατιώτη.
Τον Ιανουάριο του 1953 αποβιβάζεται στην Ιντσόν της Κορέας η Μπάντα του Εκστρατευτικού Σώματος τα στελέχη της οποίας προσέφεραν τις υπηρεσίες τους όχι μόνο στο μουσικό τομέα αλλά και στις επιχειρήσεις πολλοί δε απ’ αυτούς τιμήθηκαν με ηθικές αμοιβές.
Το 1958 αφού προηγήθηκαν διάφορες άλλες ονομασίες δημιουργήθηκε η Διεύθυνση Μουσικού του ΓΕΣ (ΔΜΣ/ΓΕΣ), στην οποία μέχρι σήμερα υπάγονται όλες οι Μουσικές του Στρατού Ξηράς.